παραμέρισμα

παραμέρισμα
τό
1) отодвигание в сторону, отстранение; оставление в стороне; отведение в сторону; 2) прям. , перен. устранение с пути; удаление; 3) прям. , перен. обход (препятствий); действие в обход (кого-чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παραμέρισμα" в других словарях:

  • παραμέρισμα — το η ενέργεια του παραμερίζω, η απομάκρυνση από το μέσο στην άκρη, ο παραγκωνισμός: Το παραμέρισμα του πλήθους ακούστηκε σαν σάλαγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμέρισμα — το [παραμερίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραμερίζω 2. μτφ. υποσκελισμός, παραγκωνισμός …   Dictionary of Greek

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • παραμερισμός — ο το παραμέρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμερίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • παραγκωνισμός — ο το παραμέρισμα, η θέση στο περιθώριο, η έλλειψη ενδιαφέροντος για κάποιον: Ο παραγκωνισμός τού έκοψε την όρεξη για δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραμερισμός — ο παραγκωνισμός, υποσκελισμός, παραμέρισμα: Ο παραμερισμός από τη θέση που κρατούσε του κόστισε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»